στιλβαδάμας

στιλβαδάμας
(-αντος) ο бриллиант

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στιλβαδάμας" в других словарях:

  • στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν …   Dictionary of Greek

  • έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… …   Dictionary of Greek

  • μπριλάντι — και μπριγιάντι και μπριγιάν, το διαμάντι με πολλές έδρες, στιλβαδάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. brillante < λατ. *beryllo < λατ. beryllus < βήρυλλος. Οι τ. μπριγιάν, μπριγιάντι σχηματίστηκαν κατ επίδραση τής προφοράς τού γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • μπριλάντι — μπριλάντι, το και μπριγιάν, το (λ. ιταλ.) 1. διαμάντι με πολλές έδρες, ο στιλβαδάμας. 2. μτφ., άνθρωπος ακέραιος, τίμιος, ηθικός: Τον θαυμάζω γιατί είναι μπριλάντι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»